υαλογράφημα

υαλογράφημα
τό
1) стеклографирование; 2) картина или изображение, полученные стеклографированием; 3) витраж

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υαλογράφημα" в других словарях:

  • υαλογράφημα — Λέγεται και βιτρώ (vitraux), από τη γαλλική λέξη vitrail στον πληθυντικό της. Το υ., βυζαντινή εφεύρεση του 4ου ή 5ου αι., θριάμβευσε στη δυτική αρχιτεκτονική όταν επικράτησε ο γοτθικός ρυθμός. Αν και δεν ήταν άγνωστο στους ρομανικούς καλλιτέχνες …   Dictionary of Greek

  • υαλογράφημα — το, ατος 1. εικόνα ή παράσταση από έγχρωμα κομμάτια γυαλιού που συνδέονται μεταξύ τους με μολύβδινες ταινίες. 2. διακόσμηση σε γυαλί, που αποτυπώθηκε με χάραξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • υάλωμα — το / ὑάλωμα, ώματος, ΝΜ οφθαλμική πάθηση τών αλόγων παρόμοια με το γλαύκωμα νεοελλ. 1. υάλωση 2. το σύνολο τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα τζαμικά 3. το υαλογράφημα 4. το εφυάλωμα, το σμάλτο 5. ιατρ. σπάνια δερματοπάθεια… …   Dictionary of Greek

  • υαλογραφία — και υελογραφία, η, Ν [υαλογράφος] 1. η τέχνη τής συνθέσεως υαλογραφημάτων 2. το υαλογράφημα 3. διακόσμηση γυάλινων και κεραμεικών αντικειμένων με χρώματα …   Dictionary of Greek

  • υαλογραφικός — ή, ό, Ν [υαλογραφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υαλογραφία και στο υαλογράφημα 2. το θηλ. ως ουσ. η υαλογραφική η υαλογραφία. επίρρ... υαλογραφικώς και υαλογραφικά Ν με υαλογραφία …   Dictionary of Greek

  • υαλούργημα — το, Ν το υαλογράφημα …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… …   Dictionary of Greek

  • Ντούτσιο ντι Μπουονινσένια — (Duccio di Buoninsegna, Σιένα 1255 –1319). Ιταλός ζωγράφος, ο σπουδαιότερος της Σιένας του 13ου αι. Αμφισβητείται η διαμόρφωση και η αρχή της ζωγραφικής του δραστηριότητας, αφού τα πρώτα τεκμηριωμένα έργα του έχουν χαθεί (διακόσμηση δώδεκα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»